- ευλογώ
- bénir
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
ευλογώ — ευλογώ, ευλόγησα βλ. πίν. 73 και πρβλ. ευλογάω … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ευλογώ — και βλογώ (ΑΜ εὐλογῶ, έω, Μ και βλογῶ) [εύλογος] 1. επαινώ, εγκωμιάζω, υμνώ, δοξάζω, δοξολογώ («εὐλογοῡμεν τὸν θεὸν καὶ πατέρα», ΚΔ) 2. (για τον θεό ή για ανθρώπους) δίνω την ευλογία μου, την ευχή μου νεοελλ. (η μτχ. παθ. παρακμ.) ευλογημένος, η … Dictionary of Greek
ευλογώ — ευλόγησα, ευλογήθηκα, ευλογημένος. 1. υμνώ, δοξάζω. 2. δίνω ευχή, εύχομαι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εὐλογῶ — εὐλογέω speak well of pres subj act 1st sg (attic epic doric) εὐλογέω speak well of pres ind act 1st sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐλόγῳ — εὔλογος reasonable masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐλόγωι — εὐλόγῳ , εὔλογος reasonable masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευλόγημα — και βλόγημα, το (ΑΜ εὐλόγημα) [ευλογώ] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού ευλογώ, η ευλόγηση από τον ιερέα 2. το αντικείμενο τής ευλογίας νεοελλ. πληθ. τα βλογήματα ο γάμος, η στέψη, το στεφάνωμα («καλά βλογήματα») … Dictionary of Greek
благословлѧти — БЛАГОСЛОВЛѦ|ТИ (29), Ю, ѤТЬ гл. Призывать на кого л. божью помощь, благодать; благословлять: ни въ людьхъ оубо ни въ своихъ да не бл҃гословлѩѥть ни телесѣ х҃ва да не подасть инемъ. (εὐλογείτω) КЕ XII, 50б; довъльно оубо таковоуоумоу [попу]… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
-λογώ — (AM λογῶ, έω) β΄ συνθετικό ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, τα οποία αρχικά σχηματίστηκαν από ονόματα σε λόγος (πρβλ. αισχρολογώ < αισχρολόγος), ενώ στη συνέχεια το β συνθετικό λογώ λειτούργησε ως παραγωγική κατάληξη, με αποτέλεσμα να… … Dictionary of Greek
αβλόγητος — και ανεβλόγητος, η, ο 1. αυτός που δεν ευλογήθηκε από ιερέα 2. η εκκλησία που μέχρι τώρα δεν εγκαινιάστηκε 3. η παράνομη συμβίωση ζευγαριού, χωρίς γάμο ευλογημένο από την Εκκλησία. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + βλογώ < ευλογώ] … Dictionary of Greek
αγιάζω — (Α ἁγιάζω) κάνω κάποιον ή κάτι άγιο με εκκλησιαστική ευχή ή τελετή, εξαγνίζω, καθαγιάζω νεοελλ. 1. ευλογώ 2. ραντίζω με αγιασμένο νερό 3. γίνομαι άγιος ή τιμώμαι ως άγιος 4. αδυνατίζω, γίνομαι σκελετός, απισχναίνομαι αρχ. 1. καθαγιάζω κάτι… … Dictionary of Greek